
Foto di Josephine Cardin
Da anni più nessuno si è occupato del giardino. Eppure
quest’anno – maggio, giugno – è rifiorito da solo,
è divampato tutto fino all’inferriata, – mille rose,
mille garofani, mille gerani, mille piselli odorosi –
viola, arancione, verde, rosso e giallo,
colori – colori-ali; – tanto che la donna uscì di nuovo
a dare l’acqua col suo vecchio annaffiatoio – di nuovo bella,
serena, con una convinzione indefinibile. E il giardino
la nascose fino alle spalle, l’abbracciò, la conquistò tutta;
la sollevò tra le sue braccia. E allora, a mezzogiorno in punto, vedemmo
il giardino e la donna con l’annaffiatoio ascendere al cielo –
e mentre guardavamo in alto, alcune gocce dell’annaffiatoio
ci caddero dolcemente sulle guance, sul mento, sulle labbra.
Ghiannis Ritsos
3 giugno 1969
Karlòvasi- Samo
da “Pietre Ripetizioni Sbarre”, Crocetti Editore, 2004
∗∗∗
Αναγέννηση
Κανείς δε νοιάστηκε τον κήπο, χρόνια τώρα. Ωστόσο
εφέτος – Μάης, Ιούνης – άνθισε από μόνος του και πάλι,
λαμπάδιασε όλος ως τα κάγκελα, – χίλια τριαντάφυλλα,
χίλια γαρύφαλλα, χίλια γεράνια, χίλια μοσχομπίζελα –
μενεξελί, πορτοκαλί, πράσινο, κόκκινο και κίτρινο,
χρώματα – χρώματα – φτερά- τόσο που πρόβαλε ξανά η γυναίκα
με το παλιό της ποτιστήρι να ποτίσει – ωραία και πάλι,
γαλήνια, με μια αόριστη καλή πεποίθηση. Κι ο κήπος
την έκρυψε ως τους ώμους, την αγκάλιασε, την κέρδισε όλη`
τη σήκωσε στα χέρια του. Κι είδαμε τότε, μέρα μεσημέρι,
που ο κήπος κι η γυναίκα με το ποτιστήρι αναληφθήκαν –
κι όπως κοιτούσαμε ψηλά, κάτι σταγόνες απ’ αυτό το ποτιστήρι
έπεσαν ήσυχα στα μάγουλά μας, στο πιγούνι μας, στα χείλη.
Γιάννης Ρίτσος
3.VI.69
da “Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα”, Κέδρος, 1972